003
Στο διπλανό δωμάτιο ο δεκαεννιάχρονος γιος της διάβαζε τα μαθήματα τού πανεπιστήμιου ενώ εκείνη τραβούσε μαλακία κάτω απ’ τα σκεπάσματα του υπέρδιπλου συζυγικού κρεβατιού έχοντας το ακουστικό του κινητού της στο αυτί. Βογκούσε χαμηλόφωνα ακούγοντας τον εραστή της στην άλλη άκρη της γραμμής να τη βρίζει χυδαία ψωλοβαρώντας ξέφρενα.
Εκείνη, πνιγμένη απ’ την καύλα, του ψιθύριζε ότι δεν μπορεί χωρίς το καυλί του, ότι έχει ανάγκη να τη σοδομίζει, να την πνίγει με τη λωρίδα του, να της βουρδουλιάζει τη κωλάρα, να τη μελανιάζει, να τη χαστουκίζει, ότι δεν είναι παρά το χυσοδοχείο του, η ξεκωλιάρα πουτάνα του. Του έλεγε λιγωμένη ότι θέλει να φύγει απ’ το σπίτι τώρα, να τους παρατήσει όλους -τον σύζυγο, τα παιδιά, τα πεθερικά-, και να βρεθεί μπροστά του, να γονατίσει και να γλύψει τα πόδια του, τα πρησμένα αρχίδια του, την κωλοτρυπίδα του, ότι ήθελε να την χτυπήσει με μανία στη μούρη με τον σκληρό του πούτσο.
Εκείνος της είπε ότι δεν κρατιέται άλλο, ότι θα χύσει.
Εκείνη, ευθύς αμέσως, του είπε: «Μη τολμήσεις. Όχι, δεν θα χύσεις μέχρι να αδειάσω κι εγώ. Υποφέρω καριόλη, κάθε μέρα μαλακίζομαι για πάρτη σου, θέλω τη ψωλή σου, τη θέλω, είμαι η σκυλίτσα σου, θέλω να με κάνεις ό,τι γουστάρεις, φτάνει να χύνω, να αδειάζω τη μουνάρα μου. Εσύ με έκανες έτσι, μπήχτη. Θέλω να με δίνεις στους φίλους σου, αυτό δεν σου αρέσει; Να με ξεσκίζουν κι εσύ να με παίρνεις μάτι καπνίζοντας και παίζοντάς την αργά. Θέλω να τους φέρνεις και να τους λες: “Γαμήστε τη ξεφτιλισμένη πουτάνα μου, ανακουφισθείτε με την ψωλαρπάχτρα μου”. Θέλω να διαλέγεις αυτόν που έχει τον μεγαλύτερο, τον πιο χοντρό πούτσο για να με σοδομίζει, να πονάω, αυτό με καυλώνει, να με ματώνει. Και όταν όλοι θα έχουν ξεθυμάνει μέσα μου και πάνω μου, όταν τα πόδια μου θα τρέμουν απ’ την εξάντληση, όταν τα χύσια τους θα γλιστρούν στη μούρη μου, στα κωλομέρια και στα μπούτια μου, εσύ να με στήνεις στα τέσσερα ξανά και να με γαμάς τελευταίος».
Εκείνος, βογκώντας σαν θηρίο, της είπε ότι δεν μπορεί άλλο, ότι αδειάζει τα αρχίδια του.
Την ώρα που το ψωλόχυμα του έπεφτε βαρύ στο πάτωμα, εκείνη, με σπασμένη φωνή, του έλεγε: «Χύσε γαμιά μου, χύσε, έτσι, έτσι, ναι, χύσε με παλιοπούστη, χύσε με. Ααααχ, αχ, χύνω, κι εγώ χύνω, σε χύνωωω, χύνω για πάρτη σου, χύνωωω, πάρταααα, γλύψε, αααα, γλύψε το μουνόχυμά μου, αδειάζωωωω».
Κι ενώ εκείνος δεν είχε ακόμα συνέλθει απ’ τον οργασμό, εκείνη, βαριανασαίνοντας, είπε: «Κι άλλο, θέλω κι άλλο, πρέπει να τραβήξω άλλη μία τώρα, στα γρήγορα».
Εκείνος άναψε τσιγάρο και την άκουγε να μαλακίζεται σαν τρελή. Όταν το τσιγάρο έφτασε στη μέση, εκείνη τελείωσε παραμιλώντας: «Ααααχ, σε θέλω, θέλω παλούκια, θέλω σε όλες μου τις τρύπες ψωλάρες, το παλούκι σου αααααααχ, το παλούκι σου θέλω, χύνω, είμαι, αχ αχ ααααχ, η τρύπα, ααα, η τρύπα σου, αααχ, αυτό είμαι, τίποτα άλλο, αααααααχ, ξανάααα, αδειάζωωω, για σένα, ααααχ, χύνω η καριόλα, χύνωωωω».
Εκείνη, πνιγμένη απ’ την καύλα, του ψιθύριζε ότι δεν μπορεί χωρίς το καυλί του, ότι έχει ανάγκη να τη σοδομίζει, να την πνίγει με τη λωρίδα του, να της βουρδουλιάζει τη κωλάρα, να τη μελανιάζει, να τη χαστουκίζει, ότι δεν είναι παρά το χυσοδοχείο του, η ξεκωλιάρα πουτάνα του. Του έλεγε λιγωμένη ότι θέλει να φύγει απ’ το σπίτι τώρα, να τους παρατήσει όλους -τον σύζυγο, τα παιδιά, τα πεθερικά-, και να βρεθεί μπροστά του, να γονατίσει και να γλύψει τα πόδια του, τα πρησμένα αρχίδια του, την κωλοτρυπίδα του, ότι ήθελε να την χτυπήσει με μανία στη μούρη με τον σκληρό του πούτσο.
Εκείνος της είπε ότι δεν κρατιέται άλλο, ότι θα χύσει.
Εκείνη, ευθύς αμέσως, του είπε: «Μη τολμήσεις. Όχι, δεν θα χύσεις μέχρι να αδειάσω κι εγώ. Υποφέρω καριόλη, κάθε μέρα μαλακίζομαι για πάρτη σου, θέλω τη ψωλή σου, τη θέλω, είμαι η σκυλίτσα σου, θέλω να με κάνεις ό,τι γουστάρεις, φτάνει να χύνω, να αδειάζω τη μουνάρα μου. Εσύ με έκανες έτσι, μπήχτη. Θέλω να με δίνεις στους φίλους σου, αυτό δεν σου αρέσει; Να με ξεσκίζουν κι εσύ να με παίρνεις μάτι καπνίζοντας και παίζοντάς την αργά. Θέλω να τους φέρνεις και να τους λες: “Γαμήστε τη ξεφτιλισμένη πουτάνα μου, ανακουφισθείτε με την ψωλαρπάχτρα μου”. Θέλω να διαλέγεις αυτόν που έχει τον μεγαλύτερο, τον πιο χοντρό πούτσο για να με σοδομίζει, να πονάω, αυτό με καυλώνει, να με ματώνει. Και όταν όλοι θα έχουν ξεθυμάνει μέσα μου και πάνω μου, όταν τα πόδια μου θα τρέμουν απ’ την εξάντληση, όταν τα χύσια τους θα γλιστρούν στη μούρη μου, στα κωλομέρια και στα μπούτια μου, εσύ να με στήνεις στα τέσσερα ξανά και να με γαμάς τελευταίος».
Εκείνος, βογκώντας σαν θηρίο, της είπε ότι δεν μπορεί άλλο, ότι αδειάζει τα αρχίδια του.
Την ώρα που το ψωλόχυμα του έπεφτε βαρύ στο πάτωμα, εκείνη, με σπασμένη φωνή, του έλεγε: «Χύσε γαμιά μου, χύσε, έτσι, έτσι, ναι, χύσε με παλιοπούστη, χύσε με. Ααααχ, αχ, χύνω, κι εγώ χύνω, σε χύνωωω, χύνω για πάρτη σου, χύνωωω, πάρταααα, γλύψε, αααα, γλύψε το μουνόχυμά μου, αδειάζωωωω».
Κι ενώ εκείνος δεν είχε ακόμα συνέλθει απ’ τον οργασμό, εκείνη, βαριανασαίνοντας, είπε: «Κι άλλο, θέλω κι άλλο, πρέπει να τραβήξω άλλη μία τώρα, στα γρήγορα».
Εκείνος άναψε τσιγάρο και την άκουγε να μαλακίζεται σαν τρελή. Όταν το τσιγάρο έφτασε στη μέση, εκείνη τελείωσε παραμιλώντας: «Ααααχ, σε θέλω, θέλω παλούκια, θέλω σε όλες μου τις τρύπες ψωλάρες, το παλούκι σου αααααααχ, το παλούκι σου θέλω, χύνω, είμαι, αχ αχ ααααχ, η τρύπα, ααα, η τρύπα σου, αααχ, αυτό είμαι, τίποτα άλλο, αααααααχ, ξανάααα, αδειάζωωω, για σένα, ααααχ, χύνω η καριόλα, χύνωωωω».
5 年 前